- κογκορδάτο
- τοβλ. κονκορδάτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονκορδάτο — (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη… … Dictionary of Greek
κονκορδάτο — κονκορδάτο, το και κογκορδάτο, το (λ. λατ.), η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του πάπα και κάποιας πολιτείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)